- Νεμεονίκης
- Νεμεονί̱κης , Νεμεονίκηςvictor in the Nemean gamesmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νεμεονίκης — Νεμεονίκης, ὁ (Α) ο νικητής στα Νέμεα, ο οποίος έπαιρνε ως βραβείο στέφανο από δρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεμέα + συνδετικό φωνήεν ο + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ισθμιο νίκης, Ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
Νεμεονῖκαι — Νεμεονίκης victor in the Nemean games masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεμεονίκας — Νεμεονί̱κᾱς , Νεμεονίκης victor in the Nemean games masc acc pl Νεμεονί̱κᾱς , Νεμεονίκης victor in the Nemean games masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεμεάτης — Νεμεάτης, ὁ (Α) [Νεμέα] νικητής στα Νέμεα, Νεμεονίκης … Dictionary of Greek
καλλίας — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek
καλλιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ιερέας των Ελευσίνιων μυστηρίων (6ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Φαινίππου και πατέρας του Ιππονίκου. Καταγόταν από μία από τις πιο αριστοκρατικές αθηναϊκές οικογένειες, η οποία κατείχε με κληρονομικό… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
Νεμεονικῶν — Νεμεονῑκῶν , Νεμεονίκης victor in the Nemean games masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεμεονίκαις — Νεμεονί̱καις , Νεμεονίκης victor in the Nemean games masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεμεονίκην — Νεμεονί̱κην , Νεμεονίκης victor in the Nemean games masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)